- προσβολαί
- προσβολήapplicationfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσβολή — η, ΝΜΑ [προσβάλλω] έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.) νεοελλ. 1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος») 2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη… … Dictionary of Greek